δεσμεύω

δεσμεύω
(AM δεσμεύω) [δεσμός]
1. δένω
2. φυλακίζω
3. συγκρατώ, περιορίζω
νεοελλ.
1. επιβάλλω σε κάποιον δέσμευση νομική ή ηθική με έγγραφο, υπόσχεση, όρκο κ.λπ.
2. «δεσμεύονται οι καταθέσεις» — απαγορεύεται μετά από κρατική απόφαση η ανάληψη καταθέσεων με σκοπό ν' αντιμετωπιστούν έκτακτοι κίνδυνοι για την υπόσταση τού κράτους ή τής οικονομίας
αρχ.-μσν.
1. δένω (πλοίο στη στεριά)
μσν.
κρατώ κάτι ή κάποιον ακίνητο
αρχ.
1. περιορίζω, ελέγχω κάποιον
2. δένω, κάνω δεμάτια
3. δελεάζω, παγιδεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεσμεύω — fetter pres subj act 1st sg δεσμεύω fetter pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμεύω — δεσμεύω, δέσμευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δεσμεύω — δέσμευσα, δεσμεύτηκα, δεσμευμένος, επιβάλλω σε κάποιον νομικό ή ηθικό περιορισμό: Έχω δεσμευτεί να την παντρευτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσμεύετε — δεσμεύω fetter pres imperat act 2nd pl δεσμεύω fetter pres ind act 2nd pl δεσμεύω fetter imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμεύσει — δεσμεύω fetter aor subj act 3rd sg (epic) δεσμεύω fetter fut ind mid 2nd sg δεσμεύω fetter fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμεύσω — δεσμεύω fetter aor subj act 1st sg δεσμεύω fetter fut ind act 1st sg δεσμεύω fetter aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμοί — δεσμεύω fetter pres subj mp 2nd sg δεσμεύω fetter pres ind mp 2nd sg δεσμεύω fetter pres subj act 3rd sg δεσμός band masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώσω — δεσμεύω fetter aor subj act 1st sg δεσμεύω fetter fut ind act 1st sg δεσμεύω fetter aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδέσμευσαι — δεσμεύω fetter perf ind mp 2nd sg δεσμεύω fetter perf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμευθέντα — δεσμεύω fetter aor part pass neut nom/voc/acc pl δεσμεύω fetter aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”